Mε Kαpφώsε Aσaλiwτα στην κwλotpuπiδα-Αυτά τα Χριστούγεννα θα μου μείνουν αξέxαστα
Σαράντα μέρες μετά τα γεγονότα απ’ το πάρτι των γενεθλίων μου. Ο πατέρας μου έχει ένα μικρό εργοστάσιο στην ιδιοκτησία του και γι’ αυτό πάντοτε όλες μας οι ανάγκες ήταν καλυμμένες.
Όσον αφορούσε τα Χριστούγεννα λοιπόν έκλεινε την εταιρία για τις επόμενες δύο εβδομάδες και διοργάνωνε ένα πάρτι στο οποίο ήταν καλεσμένοι όλοι οι υπάλληλοι και οι οικογένειες τους.Ο πατέρας μας, ζήτησε από εμένα και την μητέρα μου να παραβρεθούμε στην γιορτή έστω για τα τυπικά.
Να φανούμε σαν οικογένεια. Καιρό είχαμε να κάνουμε κάτι σαν οικογένεια, έτσι κι εγώ δέχτηκα.
Οι γονείς μου πήγαν από νωρίς να ετοιμάσουν τον χώρο ενώ εγώ αργότερα θα ερχόμουν με τα κρέατα που αργούσε να ετοιμάσει το κρεοπωλείο για να ψήσουμε.
Το εργοστάσιο ήταν έξω απ’ την πόλη. Έπρεπε να πάρω ένα αστικό και να περπατήσω για κανένα εικοσάλεπτο μέσα από ερημιές.
Έκανα ένα μπανάκι, έβαψα λίγο τα μάτια και έβαλα μια απαλή σκιά κραγιόν, στέγνωσα πρόχειρα τα μαλλιά μου.
Έβαλα ένα μακρύ μαύρο κολάν, σταράκια πάνινα, ένα πουκαμισάκι καρό και το παλτό μου σε χρώμα λαδί.
Πήρα μια τσάντα μαζί μου με αλλαξιά ένα μακρύ φόρεμα ριχτό μέχρι τον αστράγαλο και ένα ζευγάρι πέδιλα για να αλλάξω εκεί μιας και η διαδρομή θα ‘χε πολύ κρύο για να κυκλοφορώ έτσι.
Πέρασα από τον κρεοπώλη της γειτονιάς και πήρα τις σακούλες με τα κρέατα, τις έβαλα και αυτές στο σακίδιο μου.
Πήγα στην στάση και μετά από πέντε λεπτά πέρασε και το λεωφορείο.
Ουφ, τυχερή στάθηκα, έλεγα από μέσα μου καθώς αυτό το λεωφορείο πάντα σ’ αυτήν τη στάση είναι γεμάτο. Πήγα προς το κέντρο του λεωφορείου που φαινόταν να έχει τον λιγότερο κόσμο αλλά στην επόμενη στάση γέμισε και εκεί, οι πόρτες με το ζόρι έκλειναν.
Ο οδηγός πήγαινε γαμιώντας και φρέναρε απότομα όλη την ώρα. Ένας μεγάλος άντρας έπεφτε συνέχεια πάνω μου.
Του χαμογελάω, δεν έχει από που να πιαστεί και πιάνεται από ένα λουρί από πάνω μου, κάνοντας τον να βρίσκεται στην κυριολεξία πάνω μου, σε κάθε φρενάρισμα και στάση κολλάει ολοένα και περισσότερο σε εμένα, σε σημείο που ένιωσα κάτι να με ενοχλεί.
Ο πατέρας μου με πήρε τηλέφωνο και μου είπε τι έκανα και αργούσα τόσο πολύ.
Ενώ μου μιλούσε, έκανα να κοιτάξω πίσω και τον είδα σκυμμένο να φτιάχνει το παντελόνι του, ευθυγραμμίζοντας κάθετα τον πούτσο του με τον οποίο άρχισε να με αγγίζει και να τρίβεται πάνω μου.
Γυρνάω να τον κοιτάξω και κάνει τον ανήξερο. Από έναν καθρέφτη απέναντι τα βλέπω όλα.
Νιώθω το χνώτο ενός άλλου ηλικιωμένου κοιλαρά εξηντάρη πάνω μου ενώ τρίβεται, μετακινείται και μου πιάνει τον κώλο κανονικά. Σκύβει στο αυτί μου και μου λέει:
– Με συγχωρείς Δεσποινίς Χριστίνα.
– Δεν πειράζει. Που ξέρετε το όνομα μου;
– Το άκουσα από τον μπαμπά σου που σου φώναζε στο τηλέφωνο. Αφού δεν πειράζει Χριστινάκι…
λέει και στο επόμενο φρενάρισμα πιάνει πιο επιδεικτικά τον κώλο μου στο και τον ζουπάει.
– Σας παρακαλώ μη!
– Ωχ με συγχωρείς. Δεν είναι αυτό που νομίζεις.
– Είστε σοβαρός; Τι δεν είναι αυτό που νομίζω;
– Να… θέλει και η κόρη μου να πάρει ίδιο μ’ αυτό και το αγγίζω να δω πως στρώνει.
– Σας παρακαλώ.
Νιώθω άβολα και προσπαθώ να μαζευτώ, να τραβηχτώ και μου φεύγει το κινητό απ’ το χέρι. Σκύβω και το ψάχνω, το βρίσκω και κάνω να σηκωθώ αλλά ένα χέρι με πιάνει από το μαλλί με κρατά σταθερά στο πάτωμα, γυρνάω να δω και ο.............
Όσον αφορούσε τα Χριστούγεννα λοιπόν έκλεινε την εταιρία για τις επόμενες δύο εβδομάδες και διοργάνωνε ένα πάρτι στο οποίο ήταν καλεσμένοι όλοι οι υπάλληλοι και οι οικογένειες τους.Ο πατέρας μας, ζήτησε από εμένα και την μητέρα μου να παραβρεθούμε στην γιορτή έστω για τα τυπικά.
Να φανούμε σαν οικογένεια. Καιρό είχαμε να κάνουμε κάτι σαν οικογένεια, έτσι κι εγώ δέχτηκα.
Οι γονείς μου πήγαν από νωρίς να ετοιμάσουν τον χώρο ενώ εγώ αργότερα θα ερχόμουν με τα κρέατα που αργούσε να ετοιμάσει το κρεοπωλείο για να ψήσουμε.
Το εργοστάσιο ήταν έξω απ’ την πόλη. Έπρεπε να πάρω ένα αστικό και να περπατήσω για κανένα εικοσάλεπτο μέσα από ερημιές.
Έκανα ένα μπανάκι, έβαψα λίγο τα μάτια και έβαλα μια απαλή σκιά κραγιόν, στέγνωσα πρόχειρα τα μαλλιά μου.
Έβαλα ένα μακρύ μαύρο κολάν, σταράκια πάνινα, ένα πουκαμισάκι καρό και το παλτό μου σε χρώμα λαδί.
Πήρα μια τσάντα μαζί μου με αλλαξιά ένα μακρύ φόρεμα ριχτό μέχρι τον αστράγαλο και ένα ζευγάρι πέδιλα για να αλλάξω εκεί μιας και η διαδρομή θα ‘χε πολύ κρύο για να κυκλοφορώ έτσι.
Πέρασα από τον κρεοπώλη της γειτονιάς και πήρα τις σακούλες με τα κρέατα, τις έβαλα και αυτές στο σακίδιο μου.
Πήγα στην στάση και μετά από πέντε λεπτά πέρασε και το λεωφορείο.
Ουφ, τυχερή στάθηκα, έλεγα από μέσα μου καθώς αυτό το λεωφορείο πάντα σ’ αυτήν τη στάση είναι γεμάτο. Πήγα προς το κέντρο του λεωφορείου που φαινόταν να έχει τον λιγότερο κόσμο αλλά στην επόμενη στάση γέμισε και εκεί, οι πόρτες με το ζόρι έκλειναν.
Ο οδηγός πήγαινε γαμιώντας και φρέναρε απότομα όλη την ώρα. Ένας μεγάλος άντρας έπεφτε συνέχεια πάνω μου.
Του χαμογελάω, δεν έχει από που να πιαστεί και πιάνεται από ένα λουρί από πάνω μου, κάνοντας τον να βρίσκεται στην κυριολεξία πάνω μου, σε κάθε φρενάρισμα και στάση κολλάει ολοένα και περισσότερο σε εμένα, σε σημείο που ένιωσα κάτι να με ενοχλεί.
Ο πατέρας μου με πήρε τηλέφωνο και μου είπε τι έκανα και αργούσα τόσο πολύ.
Ενώ μου μιλούσε, έκανα να κοιτάξω πίσω και τον είδα σκυμμένο να φτιάχνει το παντελόνι του, ευθυγραμμίζοντας κάθετα τον πούτσο του με τον οποίο άρχισε να με αγγίζει και να τρίβεται πάνω μου.
Γυρνάω να τον κοιτάξω και κάνει τον ανήξερο. Από έναν καθρέφτη απέναντι τα βλέπω όλα.
Νιώθω το χνώτο ενός άλλου ηλικιωμένου κοιλαρά εξηντάρη πάνω μου ενώ τρίβεται, μετακινείται και μου πιάνει τον κώλο κανονικά. Σκύβει στο αυτί μου και μου λέει:
– Με συγχωρείς Δεσποινίς Χριστίνα.
– Δεν πειράζει. Που ξέρετε το όνομα μου;
– Το άκουσα από τον μπαμπά σου που σου φώναζε στο τηλέφωνο. Αφού δεν πειράζει Χριστινάκι…
λέει και στο επόμενο φρενάρισμα πιάνει πιο επιδεικτικά τον κώλο μου στο και τον ζουπάει.
– Σας παρακαλώ μη!
– Ωχ με συγχωρείς. Δεν είναι αυτό που νομίζεις.
– Είστε σοβαρός; Τι δεν είναι αυτό που νομίζω;
– Να… θέλει και η κόρη μου να πάρει ίδιο μ’ αυτό και το αγγίζω να δω πως στρώνει.
– Σας παρακαλώ.
Νιώθω άβολα και προσπαθώ να μαζευτώ, να τραβηχτώ και μου φεύγει το κινητό απ’ το χέρι. Σκύβω και το ψάχνω, το βρίσκω και κάνω να σηκωθώ αλλά ένα χέρι με πιάνει από το μαλλί με κρατά σταθερά στο πάτωμα, γυρνάω να δω και ο.............
loading...
Loading...
H συνέχεια εδώ